- νωθροκάρδιος
- νωθροκάρδιοςslow of heartmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νωθροκάρδιος — νωθροκάρδιος, ον (ΑΜ) βραδύνους, νωθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + καρδία] … Dictionary of Greek
νωθροκάρδιον — νωθροκάρδιος slow of heart masc/fem acc sg νωθροκάρδιος slow of heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθροκαρδίων — νωθροκάρδιος slow of heart masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθροκάρδιοι — νωθροκάρδιος slow of heart masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek